διαπεπιστευμένος

διαπεπιστευμένος
-η, -ον
βλ. διαπιστεύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαπιστεύομαι — (Α διαπιστεύω) νεοελλ. 1. διορίζομαι ως διπλωματικός εκπρόσωπος σε ξένη χώρα 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαπεπιστευμένος, η, ο αυτός ο οποίος έχει ανατεθεί από το κράτος ή την υπηρεσία σε αρμόδιο υπάλληλο 3. το αρσ. ως ουσ. ο διπλωματικός εκπρόσωπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”